τενεκετζής

τενεκετζής
ο
πληθ. -ήδες, και ντενεκετζής, ο τεχνίτης ειδικός για τενεκεδένια είδη, φαναρτζής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τενεκετζής — και ντενεκετζής, ο, Ν τεχνίτης που κατασκευάζει και επιδιορθώνει σκεύη από λευκοσίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. teneke ci (βλ. και τζής, πρβλ. σουβλα τζής)] …   Dictionary of Greek

  • τενεκετζήδικο — και ντενεκετζήδικο, το, Ν [τενεκετζής] το εργαστήριο τού τενεκετζή …   Dictionary of Greek

  • φαναρ(ι)τζής — ο, Ν 1. κατασκευαστής ή επιδιορθωτής φανών, φανοποιός 2. αυτός που κατεργάζεται ή επιδιορθώνει διάφορα μεταλλικά είδη από λευκοσίδηρο, τενεκετζής 3. (ειδικά) τεχνίτης που επισκευάζει αμαξώματα αυτοκινήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανάρι + κατάλ. τζής*] …   Dictionary of Greek

  • φαναρ(ι)τζής — ο πληθ. ήδες 1. ο φανοποιός, ο λευκοσιδηρουργός, ο τενεκετζής. 2. μτφ., αυτός που κρατάει φανάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φανοποιός — ο ο κατασκευαστής φανών, ο φαναρτζής, ο λευκοσιδηρουργός, ο τενεκετζής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”